- ἔκλαψε
- ἐκλάπτωdrink offaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Aparemfato — Das Aparemfato(n) (griechisch απαρέμφατο(ν), wörtlich [Numerus, Person] nicht anzeigend) ist ein grammatikalischer Terminus aus der alt und neugriechischen Sprache für eine infinite Verbform. Im Altgriechischen bezeichnet er den Infinitiv, z … Deutsch Wikipedia
Aparémfato — Das Aparemfato(n) (griechisch απαρέμφατο(ν), wörtlich [Numerus, Person] nicht anzeigend) ist ein grammatikalischer Terminus aus der alt und neugriechischen Sprache für eine infinite Verbform. Im Altgriechischen bezeichnet er den Infinitiv, z. B.… … Deutsch Wikipedia
ανάσαση — η ανασασμός, ανάσα, ανακούφιση «άλλος σου έκλαψε στα στήθια, αλλ’ ανάσαση καμιά» (Σολωμός) … Dictionary of Greek
Αληκτώ — I (Αστρον.).Αστεροειδής, ο 465ος σε σειρά ανακάλυψης. Επισημάνθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1901. Περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο σε 2.083 ημέρες, ενώ η κλίση της τροχιάς του είναι 4°38’ και η εκκεντρότητα 0,238. II Μία από τις Ερινύες, κόρη του Αιθέρα… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
Σμέρδις — Γιος του Κύρου και νεώτερος αδελφός του Καμβύση. Όταν ο Καμβύσης βρισκόταν στην Αίγυπτο μαζί με το Σ., αποφάσισε να στείλει τον αδελφό του πίσω στην Περσία. Οταν ο Σ. έφυγε για την Περσία, ο Καμβύσης είδε στον ύπνο του ότι ήρθε ένας αγγελιοφόρος… … Dictionary of Greek
άκλαυτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κλαύτηκε, δε θρηνήθηκε: Πέθανε άκλαυτος στην ξενιτιά. 2. αυτός που δεν έκλαψε: Στην κηδεία του δεν έμεινε άνθρωπος άκλαυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απένθητος — η, ο 1. αυτός που δεν πένθησε, άλυπος: Ως την ώρα εκείνη ήταν απένθητος, δεν είχε χάσει κανένα δικό του. 2. αυτός για τον οποίο δεν πένθησε κανείς, δεν έκλαψε: Χάθηκε απένθητος στην ξενιτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρνω — έγειρα, γερμένος 1. κλίνω προς τα κάτω ή τα πλάγια, πλαγιάζω κάτι: Έγειρα κατά λάθος το ποτήρι και χύθηκε το γάλα. 2. αμτβ., κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω, ακουμπώ: Έγειρε στον ώμο μου και έκλαψε. 3. δύω, βασιλεύω: Ο ήλιος έγειρε. 4. ξαπλώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύκλαυτος — η, ο αυτός για τον οποίο έκλαψε ή κλαίει πολύ κανείς, πολυθρήνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)